-
1 ἀ-μιγής
ἀ-μιγής, ές, unvermischt, rein, ἡδοναί Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; βαρβάρων, nicht mit den B. vermischt, Plat. Menex. 245 d; ἀμ. γένει πρὸς ἄλληλα, das Geschlecht nicht mit einander vermischend, Polit. 265 e; τοῦ φαύλου Luc. Gymn. 25; ἑτέρων χρωμάτων Bis acc. 8; Arist. τοῖς φαύλοις ἀμιγές.
См. также в других словарях:
συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… … Dictionary of Greek